ανεμπέδωτος

ανεμπέδωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει εμπεδωθεί, δεν έχει σταθεροποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμπεδώ(-ώνω) Η λ. μαρτυρείται στον ιστορικό της φιλοσοφίας Μαργαρίτη Ευαγγελίδη (1850-1932)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”